- νίσσομαι
- νίσσομαι και νίσομαι (Α)1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.)2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» — πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.)3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» — κατεβαίνω από τον ουρανό στη γη (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. νίσ(σ)ομαι συνδέεται σημασιολογικά και ετυμολογικά με το ρ. νέομαι* «γυρίζω, επιστρέφω», αλλά παρουσιάζει δυσερμήνευτο φωνήεν -ι-. Η υπόθεση ότι αποτελεί τ. ενεστ. με διπλασιασμό νίσ(σ)ομαι < *νί-νσ-ομαι (πρβλ. μίμνω), τ. που θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. nimsate «αγκαλιάζονται και φιλιούνται στο στόμα» προσκρούει σε φωνολογικές δυσχέρειες, καθώς το σύμπλεγμα -νσ- στις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε στη σίγηση τού -σ- και όχι τού -ν-, Η πιθανότερη άποψη είναι ότι πρόκειται για παράγωγο σιγματικό ενεστ. τού ρήματος νέομαι με φωνήεν -ι- που αναπτύχθηκε ως συνοδίτης φθόγγος στη μηδενισμένη βαθμίδα *n°s-so- τού θέματος (πρβλ. λ. ἱδρύω)].
Dictionary of Greek. 2013.